αψιμαχώ

αψιμαχώ
αψιμαχώ βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αψιμαχώ — (AM ἁψιμαχῶ, έω) κάνω αψιμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψι (< άπτω) + μαχώ < μάχος < μάχομαι (πρβλ. μονομαχώ, ναυμαχώ, συμμαχώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • αψιμαχώ — ησα, έχω αψιμαχίες, μικρές συγκρούσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… …   Dictionary of Greek

  • προσακροβολίζομαι — Α (αποθ.) ακροβολίζομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀκροβολίζομαι «αψιμαχώ, μάχομαι από μακριά ρίχνοντας βέλη και ακόντια»] …   Dictionary of Greek

  • ακροβολίζομαι — ίστηκα, ισμένος 1. αψιμαχώ: Για κάμποση ώρα οι δυο αντίπαλοι ακροβολίζονταν. 2. τοποθετώ τους στρατιώτες που διαθέτω αραιά, για να μη δίνω στόχο στον αντίπαλο: Ακροβολίστηκαν και περίμεναν τον εχθρό να πλησιάσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”